κατατυφλώνω

κατατυφλώνω
(Μ κατατυφλώνω, Α κατατυφλῶ, -όω)
τυφλώνω εντελώς, καθιστώ κάποιον τελείως τυφλό
νεοελλ.-μσν.
1. μτφ. παραπλανώ
μέσ.
κατατυφλώνομαι
παραπλανώμαι, τυφλώνομαι από κάποιο ισχυρό πάθος
μσν.
μτφ. οδηγώ σε αποτυχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατατυφλώ — κατατυφλῶ, όω (Α) βλ. κατατυφλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”